- τελωνιάς
- τελων-ιάς, άδος, ἡ,A of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τελωνιάς — άδος, ἡ, Α 1. η τελωνική* 2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. ιάς (πρβλ. σεβαστ ιάς)] … Dictionary of Greek
τελωνίας — τελωνίᾱς , τελωνία office of fem acc pl τελωνίᾱς , τελωνία office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελωνιάδος — τελωνιάς of tolls fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)